Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Η θλιβερή ιστορία της Μπεριβάν

 

    Σύμφωνα με την παράδοση, που έφτασε από στόμα σε στόμα μέχρι τις μέρες μας, η 12χρονη Μπεριβάν, που ζούσε στο χωριό Κιρτζά, έχασε αρχικά τον πατέρα της και μετά τη μάνα της. Μετά το θάνατο των γονιών της, βρήκε καταφύγιο στο σπίτι του μεγαλύτερου αδελφού της. Όμως, από τις πιέσεις και την κακομεταχείριση που δεχόταν καθημερινά από τη γυναίκα του αδελφού της, κλείστηκε στον εαυτό της και άρχισε να αναζητεί καταφύγιο στο δάσος, κοντά στο χωριό. Εκεί, συνάντησε μια ελαφίνα στην οποία άρχισε να λέει τον πόνο της. Σιγά-σιγά δημιουργήθηκε ένας δεσμός ανάμεσα στην Μπεριβάν και την ελαφίνα, η οποία άφηνε το κοριτσάκι να την αγγίζει αρχικά και ύστερα να την αρμέγει.

    Οι συγχωριανοί της, που την έβλεπαν να γυρίζει κάθε βράδυ, μ’ ένα κουβαδάκι γάλα στο χέρι, έσπευσαν να βγάλουν συμπεράσματα και άρχισαν να διαδίδουν ότι η Μπεριβάν “πουλάει το κορμί της” σε βοσκούς για να πάρει γάλα. Τα κουτσομπολιά έφτασαν στ’ αυτιά του αδελφού της, ο οποίος, ένα πρωί, την ακολούθησε στο δάσος. Η μικρούλα έκατσε πάνω σε μια πέτρα και περίμενε την ελαφίνα. Ο αδελφός της, όμως, χωρίς να περιμένει να δει ποιον θα συναντούσε η Μπεριβάν, σήκωσε οργισμένος το όπλο του και την πυροβόλησε. Προτού ξεψυχήσει, η Μπεριβάν τού είπε: “Αδελφέ μου, χτύπησες την αδελφή σου. Θα πεθάνω. Όμως, αν κρυφτείς εκεί που βρίσκεσαι και περιμένεις λίγο, θα δεις με ποιον θα συναντιόμουν. Κι όταν θα με θυμάσαι, σε παρακαλώ, να μη με θυμάσαι για κάτι κακό”.

    Ο αδελφός της Μπεριβάν περίμενε κι ύστερα από λίγο είδε μια ελαφίνα. Το ζώο πλησίασε την Μπεριβάν και νομίζοντας ότι κοιμάται, προσπάθησε να την ξυπνήσει, αγγίζοντάς την με τα κέρατά της. Βλέποντας το αίμα να κυλά απ΄το κορμί της Μπεριβάν, η ελαφίνα άρχισε να κλαίει ώρες ολόκληρες, με σπαρακτικές κραυγές.

    Πλημμυρισμένος από τύψεις, ο αδελφός της Μπεριβάν γύρισε στο χωριό κι αφηγήθηκε αυτά που είδε. Από εκείνη την ημέρα και μετά, οι χωρικοί άρχισαν να φτιάχνουν, στη μνήμη της Μπεριβάν, πάνινες κούκλες, παραγεμισμένες με μαλλί από πρόβατα ή κατσίκια, τις οποίες έντυναν με παραδοσιακές φορεσιές.