Ο Ορχάν Βελή Κανίκ (Orhan Veli Kanık), γεννήθηκε το 1914 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του, που ήταν διευθυντής της Προεδρικής Συμφωνικής Ορχήστρας, φρόντισε να του εξασφαλίσει υψηλού επιπέδου κοσμική εκπαίδευση, αλλά ο ατίθασος Orhan εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο το1935. Εργάστηκε στην Ταχυδρομική Υπηρεσία της Άγκυρας, μέχρι την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την επιστράτευσή του. Μετά την αποστράτευσή του, στα 1945, εξασφάλισε θέση μεταφραστή στο Τουρκικό Υπουργείο Παιδείας, αλλά δεν μπόρεσε να εργαστεί περισσότερο από δύο χρόνια. Η ζωή των δρόμων τον τραβούσε σαν μαγνήτης και αποφάσισε να την ακολουθήσει.
Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο του 1950, από εγκεφαλική αιμορραγία, σε ηλικία μόλις 36 χρόνων.
Θεωρείται ένας από τους τέσσερις ποιητές ( Nazim Hikmet, Melih Cevdet Anday,Oktay Rifat ,Orhan Veli) οι οποίοι ανανέωσαν την τουρκική ποίηση , που ακολούθησε την πτώση του Σουλτάνου και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Η σύντομη ζωή του, ο αλκοολισμός και οι θυελλώδεις έρωτές του, δημιούργησαν το μύθο ενός ρομαντικού ποιητή που κυνηγούσε τις ακραίες εμπειρίες, με στόχο την υπαρξιακή ανάταση. Υπήρξε όμως κάτι περισσότερο από έναν πρόωρα χαμένο «καταραμένο» ποιητή, μια σημαντικότατη φυσιογνωμία της μοντέρνας τουρκικής ποίησης.
Τραγούδησε τη ζωή σε όλο το σκοτεινό μεγαλείο της και ο αναγνώστης μπορεί να εκπλαγεί κάποτε, αναρωτώμενος πώς μπορούσε ένας άνθρωπος ν’ αντέξει τόση σκληρότητα γυμνή και να την ντύσει με λόγια που ,όταν ξεπεράσει κανείς τον επιφανειακό μηδενισμό τους, σπαρταρούν από τρυφερότητα και θέληση για ζωή.
Η βάση της ποίησής του αποτελείται από καθημερινά στιγμιότυπα, αστεία, εκφράσεις του δρόμου κι έναν βαθύ, σχεδόν αθέατο λυρισμό. Τα ποιήματά του αιφνιδιάζουν με τα θέματά τους, αποφεύγοντας τις ισχυρές και ρητορικά περίπλοκες μεταφορές. Τα πιο επιτυχημένα από αυτά, ξαναδίνουν στην τουρκική γλώσσα τη ζωντάνια και την παραστατικότητα. Υπερασπίζεται μια ποίηση χωρίς εκτεταμένα στυλιστικά στοιχεία και επίθετα, και προτιμά ένα στυλ γραφής που είναι πιο κοντά στον ελεύθερο στίχο. Διακρίνεται για τη μοναδική φωνή του και το συναισθηματικό βάθος που υποφώσκει στην φαινομενικά εύκολη φύση των στίχων του.
Έχει εκτιμηθεί ως ποιητής τόσο από το ευρύ κοινό όσο και από τους ακαδημαϊκούς κύκλους.
Ποιήματα του.
ΠΑΝΕ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΜΟΥ
Που πήγε εκείνη η παλιά μελαγχολία
κι αυτό το μέσα κλάμα,
που τραγουδούσε χίμαιρες, πού πήγε;
Τώρα είμαι, απλά, ο θόρυβος που υπάρχω.
Σήμερα σε μια γιορτή, αύριο στο σινεμά,
κι αν βαρεθώ, στο καφενείο.
Κι αν βαρεθώ να βαρεθώ, στο πάρκο.
Εξωραΐζω τον έρωτά μου με ποιήματα.
Πηγαίνουμε εκδρομές:
μια συλλογή στα γόνατά μας
χορεύει σαν παιδί. Πού πήγε;
Πού πήγε εκείνη η παλιά μελαγχολία;
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Δεν ξέρουν τίποτε.
Όσοι δεν έζησαν μονάχοι,
δεν ξέρουν πως παγώνει η σιωπή,
πώς είναι ν’ ανοίγεις κουβέντα
ολομόναχος, να βγαίνεις
στον καθρέφτη αργά τη νύχτα,
διψασμένος για…ψυχές.
Δεν ξέρουν τίποτε.
ΑΠΛΑ
Αν τελειώσει αυτή η μάχη
και δεν ξαναπεινάσω
και δεν ξανακουραστώ
και δεν ξανακατουρήσω
και δεν ξανακοιμηθώ,
πείτε,
απλά:
«Μπαμ
και κάτω!»
ΠΟΙΗΜΑ ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΟ
Ο ήλιος με ξύπνησε ένα πρωί
κι έγινα φύλλα και πουλιά.
Άστραφτα μεσ’ στην ανοιξιάτικη δροσιά.
Έγινα φύλλα και πουλιά.
Τα χέρια μου, τα πόδια μου
φτερούγιζαν, ανθοκοπούσαν.
Έγινα φύλλα και πουλιά.
Πουλιά
και φύλλα.
ΟΛΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ
Όλα δικά σας, φίλοι μου,
όλα δικά σας.
Η νύχτα και η μέρα,
ο ήλιος, το φεγγάρι,
τα φύλλα
στο φως του φεγγαριού,
οι πίκρες που είναι σαν τα φύλλα
και οι σκέψεις που σαλεύουν σαν τα φύλλα.
Όλης της γης το πράσινο κάτω απ’ τον ήλιο,
κίτρινο το φθινόπωρο – και τα γαρίφαλα επίσης.
Ένα χέρι που αγγίζει
το σώμα.
Η ζεστασιά,
η θαλπωρή,
να γέρνεις μαζί.
Δικοί σας οι χαιρετισμοί,
τα κατάρτια που χορεύουν στο λιμάνι,
τα ονόματα των ημερών
και των μηνών.
Δικές σας οι βαμμένες βάρκες,
τα πόδια του ταχυδρόμου,
τα χέρια του ο ράφτη.
Δικές σας οι σφαίρες που έπεσαν απ’ έξω,
τα νεκροταφεία,
οι τάφοι,
οι φυλακές, οι χειροπέδες, οι κρεμάλες…
Όλα δικά σας, φίλοι μου,
όλα δικά σας.
Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΤΑ
Γέρνω στην κουπαστή
της γέφυρας και σας απολαμβάνω.
Άλλοι τραβάτε κουπί μουρμουρίζοντας,
κι άλλοι μαζεύετε όστρακα στις σημαδούρες.
Κάποιοι κρατάτε το τιμόνι στις μαούνες
και κάποιοι μαϊνάρετε τα παλαμάρια.
Μερικοί πετάτε σαν πουλιά - και ποιητές -
και μερικοί αχνοφέγγετε σαν ψάρια στο νερό.
Αυτοί λικνίζεστε σαν βάρκες κι εκείνοι σαν φελλοί.
Άλλοι είστε σύννεφα και άλλοι
ατμόπλοια που τρυπώνουν, με σβησμένες μηχανές,
κάτω απ’ τη γέφυρα, σαν κωλοπαίδια.
Κάποιοι φυσάτε και ξεφυσάτε σαν μπουρούδες
και κάποιοι απλώνεστε σαν την καπνιά.
Όμως όλοι ανεξαιρέτως, δίνετε τη μάχη της ζωής.
Μα, είμαι ο μόνος ηδονιστής ανάμεσά σας;
Δεν πειράζει. Κάποια μέρα
θα γράψω ένα ποίημα για σας,
θα πιάσω μερικά λεφτά
και θα κερδίσω επιτέλους το ψωμί μου.
ΤΟΠΙΑ
Το φεγγάρι ξεπροβάλει από τη στέγη
του τελευταίου σπιτιού.
Ο δρόμος ξυπνάει και μουρμουρίζει νύχτα.
Έβαλε ψύχρα
κι από πέρα καταφτάνει
η θάλασσα αρωματισμένη…
Πάντως, στα τοπία τα καταφέρνω!
ΤΟΠΙΟ
Σπίτια, μάντρες, μαγαζιά.
Κάρβουνο.
Καζάνια.
Θάλασσα.
Βενζινάκατοι, ατμόπλοια, μαούνες.
Ο ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ
Κοιτάζει πάντα μπροστά.
Δεν καπνίζει.
Έχει χαθεί
από καιρό.